-
1 συμ-φορά
συμ-φορά, ἡ, ion. συμφορή, das Zusammentragen, -bringen, Sammeln. Gew. Ereigniß, Zufall, Eur. Ion 536; bes. im schlimmen Sinne, Unfall, Mißgeschick; λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ, Pind. Ol. 7, 77; συμφορᾷ δεδαϊγμένοι, P. 8, 87; Aesch. Prom. 391 u. oft, κακῶν Pers. 431, πάϑους 428; u. oft bei Soph. u. Eur.; ξυμφορᾷ καινῇ πεπληγμένος, Ar. Th. 179; ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα, Eccl. 488; ϑεήλατος, Eur. Or. 2; ἀμήχανος, Med. 392, u. oft; u. in Prosa: συμφορῇ χρῆσϑαι, unglücklich sein, Her. 1, 42. 3, 41; πρὸς τὰ μέγιστα, 8, 20; oft συμφορήν, μεγάλην συμφορὴν ποιεῖσϑαί τι, Etwas für ein großes Unglück ansehen, viel Aufhebens davon machen u. laut klagen, 1, 83. 216. 5, 5. 35 u. sonst; ἀμήχανος, Plat. Prot. 344 c; ὅταν τις τοσαύτη ξυμφορὰ καταλάβῃ, Rep. III, 387 e; περὶ τῆς ξυμφορᾶς διεξιόντες ὅση ἡμῖν γεγονυῖα εἴη, Phaed. 116 a; οὐ ξυμφορὰν ἡγοῠμαι τὴν παροῦσαν τύχην, 84 e; Thuc. u. Folgde. – Selten von erfreulichen Begebnissen, Aesch. Ag. 24 Eum. 985; vgl. Soph. El. 1221; übh. Geschick, φρονῶ δὴ ξυμφορᾶς ἵν' ἕσταμεν, Tr. 1135; πρὸς ἄλλαν ἐλαύνει ϑεὸς συμφορὰν τᾶςδε κρείσσω, Eur. Hel. 648; ἐπ' ἐσϑλαῖς συμφοραῖσιν, Alc. 1158; εὐδαίμονες, Hel. 464; ἀγαϑή, Ar. Equ. 653 Lys. 1276. – Bei Plat. auch in sittlicher Beziehung, Verbrechen, Legg. IX, 854 d XI, 934 b.
-
2 οἰκτρός
οἰκτρός ( οἶκτος), mitleidswerth, beklagenswerth, elend; Hom. vrbdt οἴκτρ' ὀλοφύρεσϑαι, erbärmlich klagen, z. B. Od. 4, 719; τούτων καὶ οἰκτρότερ' ἄλλ' ἀγορεῦσαι, 11, 381; οἰκτροτάτην ἤκουσα ὄπα, 421; vgl. Soph. κατά μοι βόασον οἰκτρὰν ὄπα, τοῖς ἔνερϑ' Ἀτρείδαις, die klagende Stimme, El. 1067; οἰκτροὺς λόγους, Eur. I. A. 981, οἰκτρὸν δάκρυ, Suppl. 96, οἰκτρὸν ἀνεβόασεν, Hel. 184; συμφορᾶς οἰκτρᾶς, Pind. Ol. 7, 77; οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, P. 3, 42; στένουσιν ἄλγος οἰκτρόν, Aesch. Prom. 433; ἄλοχος, Suppl. 59; ὡς οἰκτρῶς ἔχω, Soph. Tr. 1069; bei Eur. im superl., οἰκτρότατα ἄχεα, Med. 649; in Prosa, ἕτερα τούτου πεπόνϑαμεν οἰκτρότερα, Her. 7, 46; οἰκτρὸν ἂν εἴη τὸ πάϑος, Plat. Phaed. 90 c; Folgde; bei Agath. 4 (V, 216) οἰκτρότατος im Ggstz von ὑπερφίαλος. Den unregelmäßigen superl. οἴκτιστος s. oben.
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий